ἀκάρδια

ἀκάρδια
ἀκάρδιος
wanting the heart
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακαρδία — η [άκαρδος] 1. η έλλειψη καρδιάς (βλ. ακάρδιος) 2. η έλλειψη γενναιότητας, η δειλία …   Dictionary of Greek

  • ακαρδία — η (ιατρ.), έλλειψη καρδιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”